γωνιοειδής

γωνιοειδής
ης, ες см. γωνιώδης 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γωνιοειδής" в других словарях:

  • γωνιοειδής — angular masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιοειδής — ές (AM γωνιοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα γωνίας …   Dictionary of Greek

  • γωνιοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα γωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γωνιοειδῆ — γωνιοειδής angular neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γωνιοειδής angular masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γωνιοειδής angular masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιοειδεῖς — γωνιοειδής angular masc/fem acc pl γωνιοειδής angular masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιοειδές — γωνιοειδής angular masc/fem voc sg γωνιοειδής angular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιοειδοῦς — γωνιοειδής angular masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιοειδῶν — γωνιοειδής angular masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • γωνιώδης — ες (AM γωνιώδης, ες) ο γωνιοειδής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»